παρέχοιμ'

παρέχοιμ'
παρέχοιμι , παρέχω
hand over
pres opt act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιχαλκεύω — ἐπιχαλκεύω (Α) 1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι 2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”